Πέτρον

Πέτρον
Πέτρος
stone
masc acc sg
Πέτρων
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πέτρον — πέτρος stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SABURRA — in naves firmamenti gratiâ recepta est. Graeci eam ἕρμα vocant. Hesych. Ε῞ρμα, τὸ την` ναῦν ἔρειςμα ςτηρίζον. Festo hinc Herma quoque: unde etiam, inquit, Mercurii nomen invenoris, ut putabant, firmae orationis dictum. Sed et κεφαλὶς, et κέφαλον …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • АНАПОДИЗМ — [греч. ἀναποδισμός от ἀναποδίζω двигаться назад, возвращаться], вид визант. церковно певч. композиции эпохи калофонического пения. А., как и анаграмматизм (в рукописях эти термины часто смешиваются и взаимозаменяются), обозначает перестановку… …   Православная энциклопедия

  • Pierre de Grèce — Le prince Pierre, enfant, aux côtés de sa mère et de sa sœur Eugénie (1912) …   Wikipédia en Français

  • Matthew 4:18 — Duccio s Calling of the Apostles Peter and Andrew Matthew 4:18 is the eighteenth verse of the fourth chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament. Jesus has just begun preaching in Galilee. In this verse he encounters the first of his… …   Wikipedia

  • μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… …   Dictionary of Greek

  • νεικέω — νεικέω, ιων. τ. νεικείω (Α) [νείκος] 1. φιλονικώ, ερίζω («νεικέων δὲ ὁ Ἀμορφάρετος λαμβάνει πέτρον ἀμφοτέρῃσι τῇσι χερσί», Ηρόδ.) 2. λογομαχώ 3. στενοχωρώ με λόγια κάποιον, επιπλήττω, κακολογώ, κατηγορώ («νείκεσσεν δ Ὀδυσσῆα χολωτοῑσιν ἐπέεσσιν» …   Dictionary of Greek

  • στάθμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α 1. λεπτό σχοινί τών ξυλουργών για να σημειώνουν, αφού τό εμποτίσουν σε χρώμα, ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «ὥστε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • σταυρικός — ή, ό / σταυρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σταυρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σταυρό τού Χριστού 2. αυτός που έχει σχήμα σταυρού 3. (για τον θάνατο ή το μαρτύριο) αυτός που γίνεται επάνω στον σταυρό, με τον σταυρό («τὸν Πέτρον τὸν σταυρικὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”